(S, A) ⲙⲁϩⲉ ()
(B) ⲙⲁϩⲓ ()

(noun male)
flax [λινον, λινοκαλαμη, στιππιον, ναφθα]
Crum: 211a
Dawoud: 141b

1156-1-1
1156-1-2
1156-1-3
1156-1-4
1156-1-5

(S, A) ⲙⲁϩⲉ
(B) ⲙⲁϩⲓ
(S) ⲉϥⲣⲁ . linseed [λινοσπερμον] Crum: 211a
(B) ⲣⲉϥϯ . flaxseller

Crum: 211
211
211


Dawoud: 141b
141
141