view | (S, B) ⲥⲟⲃⲧ (A) ⲥⲁⲃⲧ, ⲥⲁⲃⲧⲉ (F) ⲥⲁⲃⲉⲧ (B) plural: ⲥⲃⲑⲁⲓⲟⲩ | (noun male) wall often of
town, fence [τειχοσ, προτειχισμα, περιβολοσ,
οχυρωμα, χαραξ,
προμαχων, επαλξισ]
with ⲕⲧⲟ, ⲧⲁⲕⲧⲟ, ⲕⲱⲧ, surrounded, built with wall(s) [τειχιζεσθαι, τειχηρησ]452 |