(S) ⲁⲡⲥ (ⲧ)
(S, B) ⲏⲡⲥ, ⲉⲡⲥ (ⲧ)

(noun female)
number
number [αριθμος]
Crum: 14b
Abdelnoor: 35b



(S) ⲁⲡⲥ
(S, B) ⲏⲡⲥ, ⲉⲡⲥ

See also:
view (S, A, sA, B, F) ⲱⲡ (S) ⲱⲡⲉ (S, B, F) ⲉⲡ- (A) ϩⲉⲡ-(nn) (Sf) ⲁⲡ- (A) ⲱⲡ- (S, B) ⲟⲡ= (S, A, F) ⲁⲡ= (S, sA, B, F) ⲏⲡ+ (S) ⲏⲡⲉ+ (verb) intr: count, esteem [αριθμειν]
tr: [αριθμειν, εξαριθμειν, λογιζειν, ελλογειν]
with ϫⲉ- [ηγεισθαι, νομιζειν]
with ⲛⲑⲉ ⲛ-, ⲙⲫⲣⲏϯ ⲛ- [λογιζειν ως, ηγεισθαι ωσπερ]
with ⲱⲥ (ως) [λογιζειν ως]

Crum: 14b
14
14


Abdelnoor: 35b
35
35