(S) ϭⲟⲧ ()
(sA, F) ϭⲁⲧ ()

(noun female)
size, age, form [μεγεθοσ, ηλικια]
Crum: 833a
Dawoud: 818a-818b



(S) ϭⲟⲧ
(sA, F) ϭⲁⲧ
ⲛⲧⲉⲓϭ. of this sort, size, such [τοιουτοσ, τοσουτοσ, τηλικουτοσ, τηλικοσ] Crum: 833a
ⲁϣ ⲛϭ. of what size, sort [ηλικοσ, ποταποσ, ποιοσ, οσοσ]
ⲛⲧϭ., ⲛⲧϭ. be like

Crum: 833
833
833


Dawoud: 818a-818b
818
818