view | (S, A, sA) ⲑⲙⲕⲟ (S) ⲧϩⲙⲕⲟ (B) ⲧϩⲉⲙⲕⲟ (F) ⲧⲉⲙⲕⲁ (S, A) ⲑⲙⲕⲉ- (F) ⲧⲉⲙⲕⲉ- (S) ⲑⲙⲕⲟ= (A) ⲑⲙⲕⲁ= (B) ⲧϩⲉⲙⲕⲟ= (S) ⲑⲙⲕⲏⲩ+ (B) ⲧϩⲉⲙⲕⲏⲟⲩⲧ+ | (verb) tr: ill use, afflict,
humiliate (caus of ⲙⲟⲩⲕϩ)
[κακουν, κακοποιειν, καταπονειν,
καταδυναστευειν, τιμωρειν, κολαζειν,
βασανιζειν, ταπεινουν, πατασσειν,
θλαν, οδυναν,
εκθλιβειν, εκτριβειν, συντριβειν,
κατατεινειν, εμπαιζειν, κολαβριζειν]
intr: [κακοποιειν] qual: [κακωσ εχειν]1686 |