(S, A, F) ⲙⲟⲩⲕϩ
(S) ⲙⲉⲕϩ-, ⲙⲟⲕϩ=
(A) ⲙⲁⲕϩ=, ⲙⲁⲭϩ=

(verb)
tr: afflict, oppress [αλγειν ποιειν, οδυνειν]
intr: labour, find difficult
Crum: 163a
Dawoud: 168a-168b, 144a



(S, A, F) ⲙⲟⲩⲕϩ
(S) ⲙⲉⲕϩ-, ⲙⲟⲕϩ=
(A) ⲙⲁⲕϩ=, ⲙⲁⲭϩ=

See also:
view (S, A, sA) ⲑⲙⲕⲟ (S) ⲧϩⲙⲕⲟ (B) ⲧϩⲉⲙⲕⲟ (F) ⲧⲉⲙⲕⲁ (S, A) ⲑⲙⲕⲉ- (F) ⲧⲉⲙⲕⲉ- (S) ⲑⲙⲕⲟ= (A) ⲑⲙⲕⲁ= (B) ⲧϩⲉⲙⲕⲟ= (S) ⲑⲙⲕⲏⲩ+ (B) ⲧϩⲉⲙⲕⲏⲟⲩⲧ+ (verb) tr: ill use, afflict, humiliate (caus of ⲙⲟⲩⲕϩ) [κακουν, κακοποιειν, καταπονειν, καταδυναστευειν, τιμωρειν, κολαζειν, βασανιζειν, ταπεινουν, πατασσειν, θλαν, οδυναν, εκθλιβειν, εκτριβειν, συντριβειν, κατατεινειν, εμπαιζειν, κολαβριζειν]
intr: [κακοποιειν]
qual: [κακωσ εχειν]

Crum: 163
163
163


Dawoud: 168a-168b, 144a
168
168

144
144