(S, A, sA, B, F)
ⲟⲩⲱϣϥ
(S)
ⲟⲩⲱϣⲃ
(S)
ⲟⲩⲉϣϥ-
(sA)
ⲟⲩⲁϣϥ-
(S, B)
ⲟⲩⲟϣϥ=
(S)
ⲟⲩⲁϣϥ=
(F)
ⲟⲩⲁϣⲃ=
(S, B)
ⲟⲩⲟϣϥ+
(verb)
intr: be worn down, crushed, perish [διαθριβειν, εκτριβειν,
θραυειν, θλαν]
tr: [εκτριβειν, συντριβειν]
(S, A, sA, B, F)
ⲟⲩⲱϣϥ
(S)
ⲟⲩⲱϣⲃ
(S)
ⲟⲩⲉϣϥ-
(sA)
ⲟⲩⲁϣϥ-
(S, B)
ⲟⲩⲟϣϥ=
(S)
ⲟⲩⲁϣϥ=
(F)
ⲟⲩⲁϣⲃ=
(S, B)
ⲟⲩⲟϣϥ+
(S, F)
―
|
(noun male)
breakage, destruction [συντριμμα,
συντριβη, θραυσισ]2710 |
Crum: 505a |
Crum: 505
Dawoud: 280a-280b