(S, A, sA) ⲑⲙⲕⲟ
(S) ⲧϩⲙⲕⲟ
(B) ⲧϩⲉⲙⲕⲟ
(F) ⲧⲉⲙⲕⲁ
(S, A) ⲑⲙⲕⲉ-
(F) ⲧⲉⲙⲕⲉ-
(S) ⲑⲙⲕⲟ=
(A) ⲑⲙⲕⲁ=
(B) ⲧϩⲉⲙⲕⲟ=
(S) ⲑⲙⲕⲏⲩ+
(B) ⲧϩⲉⲙⲕⲏⲟⲩⲧ+

(verb)
tr: ill use, afflict, humiliate (caus of ⲙⲟⲩⲕϩ) [κακουν, κακοποιειν, καταπονειν, καταδυναστευειν, τιμωρειν, κολαζειν, βασανιζειν, ταπεινουν, πατασσειν, θλαν, οδυναν, εκθλιβειν, εκτριβειν, συντριβειν, κατατεινειν, εμπαιζειν, κολαβριζειν]
intr: [κακοποιειν]
qual: [κακωσ εχειν]
Crum: 459b
Dawoud: 485a-485b



(S, A, sA) ⲑⲙⲕⲟ
(S) ⲧϩⲙⲕⲟ
(B) ⲧϩⲉⲙⲕⲟ
(F) ⲧⲉⲙⲕⲁ
(S, A) ⲑⲙⲕⲉ-
(F) ⲧⲉⲙⲕⲉ-
(S) ⲑⲙⲕⲟ=
(A) ⲑⲙⲕⲁ=
(B) ⲧϩⲉⲙⲕⲟ=
(S) ⲑⲙⲕⲏⲩ+
(B) ⲧϩⲉⲙⲕⲏⲟⲩⲧ+
(S, B) (noun male)
ill treatment, affliction [κακωσισ, βασανισμοσ, τιμωρια]
Crum: 459b
(B) ⲣⲉϥⲧ. punisher

Crum: 459
459
459


Dawoud: 485a-485b
485
485